Перевод: со всех языков на русский
- Со всех языков на:
- Греческий
η στάση λεωφορείου
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
Ινγκ, Γουίλιαμ — (William Inge, Ιντιπέντενς, Κάνσας 1913 – Χόλιγουντ 1973). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 με το έργο Πιο μακριά από τον ουρανό, κωμωδία γραμμένη με εκφραστική ελευθερία, την οποία ακολούθησε το Έλα πίσω, μικρή Σέμπα… … Dictionary of Greek
Μονρόε, Μέριλιν — (Marilyn Monroe, Λος Άντζελες 1926 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Νόρμα Τζιν Μπέικερ (Norma Jean Baker). Πολύ νέα ακόμα έγινε γνωστή όταν φωτογραφήθηκε για ένα διαφημιστικό ημερολόγιο και έπαιξε… … Dictionary of Greek